Η αρχή απ' το τέλος
Της Λίλης Κοντοβά
Ξύπνησε με μάτια κλειστά. Στόμα και γλώσσα μουδιασμένα. Άκουγε το σκοτάδι βαρύ να την σκεπάζει και γευόταν τη μούχλα της τρύπας. Δοκίμασε να τεντώσει το μελανιασμένο της κορμί και δεν τα κατάφερνε. Πόνος αφόρητος. Διψούσε. Έβγαλε με προσπάθεια τη γλώσσα έξω και έγλειψε με λαχτάρα το υγρό χώμα του πυθμένα. Δυό στάλες από ότι είχε δώσει έφταναν να την ξεδιψάσουν κι ας είχαν γεύση λάσπης. Κουλουριασμένη καθώς ήταν άπλωσε το ένα χέρι και χάιδεψε το τραχύ πετρώδες τοίχωμα. Τα δάχτυλα της διάβαζαν χαραγμένες αναμνήσεις.
- Τι κάνω εδώ; Που βρίσκομαι; Γιατί;
Έσφιξε πιο πολύ τα βλέφαρα για να κάνει το κεφάλι της να σταματήσει. Εκείνο ησύχασε κι ανακουφισμένη είχε πια χώρο να θυμηθεί κάτι από πριν·
- Χαμογελαστή ανεβαίνω αργά τη σχοινένια σκάλα φορώντας τη χρυσοποίκιλτη στολή μου. Το στήθος μου σφίγγεται κάτω από τις ραφές εμπειριών κάνοντας την αναπνοή μου δύσκολη. Το κεφάλι μου στέκει όρθιο και αποφασισμένο παρότι ριπές ενοχών το χτυπάνε με μανία.
Οι μυς μου τρεμουλιάζουν τρομαγμένοι σε κάθε μου βήμα. Σταγόνες της αγωνίας μου κυλούν στο μασκαρεμένο μου πρόσωπό μα τα φώτα της σκηνής μου, τις κρύβουν απαλά μετατρέποντάς τες σε λαμπερή χρυσόσκονη.
Ακροβάτης στο προσωπικό μου τσίρκο, με τα όργανά μου να κοιτούν εκστασιασμένα από κάτω φτάνω στην κορφή μετά από χρόνια, κουρασμένη από τη ανάβαση στο τίποτε, γενναιόδωρη σε ότι θα με σπρώξει να πηδήξω.
Κοιτάζω απαθής από ψηλά τον μικρόκοσμο τους που ουρλιάζει συνεπαρμένος απολαμβάνωντας λαίμαργα βουτυρωμένο καλαμπόκι. Μόνο η καρδιά μου φορώντας το ξεσκισμένο της φουστάνι πιέζει το πρόσωπο της ανάμεσα στα δυό της χέρια και με το στόμα ανοιχτό με κοιτάζει από εκεί κάτω με μητρική λαχτάρα. Κρυσταλλικά δάκρυα αναβλύζουν από τα λαμπερά της μάτια και κάθε φορά που κάποιο πέφτει στο πάτωμα ακούγεται κρότος δυνατός σαν από έκρηξη. Σαν η λύπη της φτάσει στην κορύφωση θα είναι και ο τελικός τυμπανισμός πριν απ' την πτώση.
Στρέφω στο πλάι και τον βλέπω. Τα φώτα όλα επάνω μου κι εκείνος στο σκοτάδι να μου χαμογελά ευχαριστημένος. Αρπάζει το μικρόφωνο και η χωρίς οίκτο φωνή του ακούγεται στεντόρεια μέσα στη τέντα:
- Κυρίες και κύριοι, ετοιμαστείτε να απολαύσετε το μεγαλύτερο υπερθέαμα! Τέτοιο, που δεν ξανά ΄γινε ποτέ!
Η καρδιά μου πλέον σπαρταρά και τα κρουστά της δάκρυα τυμπανίζουν την έναρξή μου. Σκύβω μια μπρος και μην έχοντας κανένα περιθώριο διαφυγής λικνίζομαι με δισταγμό για να ισορροπήσω. Χωρίς να χάσει χρόνο, απλώνει απαλά το χέρι και με σπρώχνει. Πέφτω στροβιλίζοντας στον αέρα του κενού μου, τεντώνωντας που και που τα χέρια και τα πόδια με χάρη μπαλαρίνας για να μαγέψω το κοινό μου. Τα οργανά μου χειροκροτούν εκθαμβωμένα μα η καρδιά μου εξαντλημένη μαζεύει τα κουρέλια της, απομακρύνεται και πλησιάζει την είσοδο της τρύπας. Στροφή στη στροφή κοιτάζω μια εκείνον ικανοποιημένο μια τις χαρακιές της καρδιάς μου. Κλαίω και τα δάκρυά φτάνουν πιο γρήγορα από εμένα. Πονάω πριν ακόμη συγκρουστώ στα τοιχώματα.
Σε λίγο φτάνω κι εγώ.
Το σώμα της κουλουριασμένο τινάχθηκε σα να τη διαπέρασε ρεύμα. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια κι έστρεψε το κεφάλι προς την φωνή που την καλούσε. Εκεί που τέλειωνε το φως στεκόταν η καρδιά της. Και δίπλα η μάνα. Και παραδίπλα το παιδί. Και της χαμογελούσαν. Και χαμογέλασε κι αυτή μπήγοντας τα πληγωμένα δάχτυλα της στις πέτρες για να ανασηκωθεί.