Σοφία
Στεκουλέα

Η αρχή απ' το τέλος

Το στήθος μου σφίγγεται κάτω από τις ραφές εμπειριών κάνοντας την αναπνοή μου δύσκολη. Το κεφάλι μου στέκει όρθιο και αποφασισμένο παρότι ριπές ενοχών το χτυπάνε με μανία.

Της Λίλης Κοντοβά

Ξύπνησε με μάτια κλειστά. Στόμα και γλώσσα μουδιασμένα. Άκουγε το σκοτάδι βαρύ να την σκεπάζει και γευόταν τη μούχλα της τρύπας. Δοκίμασε να τεντώσει το μελανιασμένο της κορμί και δεν τα κατάφερνε. Πόνος αφόρητος. Διψούσε. Έβγαλε με προσπάθεια τη γλώσσα έξω και έγλειψε με λαχτάρα το υγρό χώμα του πυθμένα. Δυό στάλες από ότι είχε δώσει έφταναν να την ξεδιψάσουν κι ας είχαν γεύση λάσπης. Κουλουριασμένη καθώς ήταν άπλωσε το ένα χέρι και χάιδεψε το τραχύ πετρώδες τοίχωμα. Τα δάχτυλα της διάβαζαν χαραγμένες αναμνήσεις.  

- Τι κάνω εδώ; Που βρίσκομαι; Γιατί;

Έσφιξε πιο πολύ τα βλέφαρα για να κάνει το κεφάλι της να σταματήσει. Εκείνο ησύχασε κι ανακουφισμένη είχε πια χώρο να θυμηθεί κάτι από πριν·

- Χαμογελαστή ανεβαίνω αργά τη σχοινένια σκάλα φορώντας τη χρυσοποίκιλτη στολή μου. Το στήθος μου σφίγγεται κάτω από τις ραφές εμπειριών κάνοντας την αναπνοή μου δύσκολη. Το κεφάλι μου στέκει όρθιο και αποφασισμένο παρότι ριπές ενοχών το χτυπάνε με μανία.

Οι μυς μου τρεμουλιάζουν τρομαγμένοι σε κάθε μου βήμα. Σταγόνες της αγωνίας μου κυλούν στο μασκαρεμένο μου πρόσωπό μα τα φώτα της σκηνής μου, τις κρύβουν απαλά μετατρέποντάς τες σε λαμπερή χρυσόσκονη.  

Ακροβάτης στο προσωπικό μου τσίρκο, με τα όργανά μου να κοιτούν εκστασιασμένα από κάτω φτάνω στην κορφή μετά από χρόνια, κουρασμένη από τη ανάβαση στο τίποτε, γενναιόδωρη σε ότι θα με σπρώξει να πηδήξω.  

Κοιτάζω απαθής από ψηλά τον μικρόκοσμο τους που ουρλιάζει συνεπαρμένος απολαμβάνωντας λαίμαργα βουτυρωμένο  καλαμπόκι. Μόνο η καρδιά μου φορώντας το ξεσκισμένο της φουστάνι πιέζει το πρόσωπο της ανάμεσα στα δυό της χέρια και με το στόμα ανοιχτό με κοιτάζει από εκεί κάτω με μητρική λαχτάρα. Κρυσταλλικά δάκρυα αναβλύζουν από τα λαμπερά της μάτια και κάθε φορά που κάποιο πέφτει στο πάτωμα ακούγεται κρότος δυνατός σαν από έκρηξη. Σαν η λύπη της φτάσει στην κορύφωση θα είναι και ο τελικός τυμπανισμός πριν απ' την πτώση.  

Στρέφω στο πλάι και τον βλέπω. Τα φώτα όλα επάνω μου κι εκείνος στο σκοτάδι να μου χαμογελά ευχαριστημένος. Αρπάζει το μικρόφωνο και η χωρίς οίκτο φωνή του ακούγεται στεντόρεια μέσα στη τέντα:  

- Κυρίες και κύριοι, ετοιμαστείτε να απολαύσετε το μεγαλύτερο υπερθέαμα! Τέτοιο, που δεν ξανά ΄γινε ποτέ!  

Η καρδιά μου πλέον σπαρταρά και τα κρουστά της δάκρυα τυμπανίζουν την έναρξή μου. Σκύβω μια μπρος και μην έχοντας κανένα περιθώριο διαφυγής λικνίζομαι με δισταγμό για να ισορροπήσω. Χωρίς να χάσει χρόνο, απλώνει απαλά το χέρι και με σπρώχνει.   Πέφτω στροβιλίζοντας στον αέρα του κενού μου, τεντώνωντας που και που τα χέρια και τα πόδια με χάρη μπαλαρίνας για να μαγέψω το κοινό μου. Τα οργανά μου χειροκροτούν εκθαμβωμένα μα η καρδιά μου εξαντλημένη μαζεύει τα κουρέλια της, απομακρύνεται και πλησιάζει την είσοδο της τρύπας. Στροφή στη στροφή κοιτάζω μια εκείνον ικανοποιημένο μια τις χαρακιές της καρδιάς μου. Κλαίω και τα δάκρυά φτάνουν πιο γρήγορα από εμένα. Πονάω πριν ακόμη συγκρουστώ στα τοιχώματα.

Σε λίγο φτάνω κι εγώ.  

Το σώμα της κουλουριασμένο τινάχθηκε σα να τη διαπέρασε ρεύμα. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια κι έστρεψε το κεφάλι προς την φωνή που την καλούσε. Εκεί που τέλειωνε το φως στεκόταν η καρδιά της. Και δίπλα η μάνα. Και παραδίπλα το παιδί. Και της χαμογελούσαν. Και χαμογέλασε κι αυτή μπήγοντας τα πληγωμένα δάχτυλα της στις πέτρες για να ανασηκωθεί. 

 

Αγκαλιά - Θηλιά

Κουλουριάστηκε. Αγκαλιά-θηλιά έγινε για το κορμί της, για τα μέλη της.

Της Σοφίας Στεκουλέα

 

Κρατούσε τα μάτια της κλειστά, τούτη η άρνηση να τα ανοίξει άπλωνε μέσα της, ένα άψυχο λευκό. Τα άνοιξε, δεν μπορούσε να το πολεμάει για πάντα. Σκοτάδι. Τα ξανά έκλεισε. Δεν ήξερε τι την φόβιζε περισσότερο, το άψυχο λευκό ή το άγνωστο μαύρο. Το μαύρο μπορούσε να το νιώσει. Είχε αφή τραχιά, είχε γεύση στυφή, είχε αισθήσεις, φόβο, τρέμουλο, ανατριχίλα. Όλα τα μοιράζονταν μαζί της σε τούτο το ξερό πηγάδι που βρισκόταν. Το κορμί της ολοζώντανο ζητούσε να υπάρξει, να νικήσει το φόβο, να αναζητήσει το φως. Κρατούσε ακόμη τα μάτια της κλειστά, ανίκανη να αντισταθεί στο λευκό που την κατάπινε.

Δειλά άπλωσε τα πόδια της, αργά ακολούθησαν τα δάκτυλά της κι έπειτα οι παλάμες άνοιξαν, οι καρποί λύγισαν, θαρρετά ο βραχίονας τεντώθηκε, όλα μαζί βάσταξαν την καρδιά της. Τα μάτια ακόμη σφραγισμένα, μα το λευκό λέκιαζε σε τούτες τις απειροελάχιστες κινήσεις. Είχε βρει τον τρόπο να του αντισταθεί, να το πληγώσει, όχι όσο την πλήγωνε, όχι όσο θα ήθελε.

Η γη νεκρή σε τούτο το πηγάδι. Γιατί πηγάδι; Γιατί όχι λάκκος; Πληγή βαθιά της γης, τρύπα που άνοιξαν οι άνθρωποι για να την ματώσουν που τους γέννησε, μαζί και όλα τούτα γύρω τους, που τα φοβούνται και τα πολεμούν κι ας ξέρουν ότι χαμένοι θα είναι.

Άνοιξε τα μάτια της, το λευκό δεν μπορούσε, εδώ, να την ακολουθήσει. Τώρα τα χέρια της άγγιζαν πιο δυνατά, πιο άγρια, πιο μακριά, το στεγνό χώμα. Αναζήτησε άνοιγμα, κομμάτι ουρανού. Ο ουρανός ζήλευε το μαύρο, του φαίνονταν μα ποτέ δεν ήταν, όλο και κάτι τον λέρωνε. Το βλέμμα της τώρα ψηλά. Είχε δίκιο, αστέρια, μπορούσε να τα φέρει πιο κοντά της αν ορθώνονταν. Στάθηκε. Άπλωσε τα χέρια της κι έφερε κύκλο γύρω από το σώμα της. Ανοιχτά, υψωμένα χέρια να φτάσουν, λίγο ακόμα και θα τα άγγιζε. Όχι, υψώνονταν κι εκείνα μακριά της και το στεφάνι τους από πάνω της όλο και μίκραινε, όλο και βάθαινε ο λάκκος. Η θύμηση, το πώς βρέθηκε στο εδώ, τα έδιωχνε μακριά της.

Κουλουριάστηκε. Αγκαλιά-θηλιά έγινε για το κορμί της, για τα μέλη της. Ένα χαστούκι, «θα σε σκοτώσω», τρεις λέξεις, ένα βλέμμα άγριο, πονεμένο που δεν μπορεί να αντισταθεί στη βία που γεννά. Έδιωξε τη φωνή που είπε τα λόγια, έδιωξε το πρόσωπο με τα αγριεμένα μάτια, μόνο το χέρι κράτησε που τη χαστούκισε. Την χτύπησε μη ξέροντας ότι εκείνη δεν πονά, ήταν το λευκό μέσα της που δεν της το επέτρεπε. Κι ύστερα άλμα στο σκοτάδι, να γλυτώσει από τον λευκό εαυτό της, μη και του κάνει κακό εκείνου του χεριού που την χαστούκισε μ’ όλη του τη δύναμη.

Όχι, ένα ήταν το χαστούκι, τα χέρια ήταν πολλά κι οι τρεις λέξεις ειπώθηκαν από άπειρα στόματα, οι φωνές ενώθηκαν σε μια και τα μάτια και το πρόσωπο.

Τ΄ αστέρια, τώρα, ακόμη πιο μακριά της κι όλο να σβήνει το άλως τους.

Άνοιξε τα μάτια της, ξάπλωσε, το μάγουλο που είχε δεχτεί το χαστούκι άγγιξε τη γη. Αφέθηκαν στην επαφή. Χάδι που τους προσφέρονταν. Ανάβλυσε δάκρυ, το χώμα μαλάκωσε, κάρπισαν κι οι δυο. Έμαθαν να συγχωρούν. Ο ουρανός, τώρα, από πάνω τους ύφαινε δίχτυ από αστέρια. Το έριξε να τις σηκώσει. Η γη το δέχτηκε, εκείνη τ’ αρνήθηκε. Άπλωσε το χέρι της να πιαστεί από γνώριμο χέρι, εκείνο που την χαστούκισε, της δόθηκε, την κράτησε γερά, την τράβηξε πάνω, έγινε αγκαλιά και την τύλιξε, έγινε χείλη και ζωγράφισε φιλιά στο λευκό της. Ήξερε ότι θα γίνει θάνατος.

Σεμινάρια λογοτεχνικής γραφής με δάσκαλο τον συγγραφέα Δημήτρη Τανούδη

Ο συγγραφέας Δημήτρης Τανούδης

Καλησπέρα,

Τα κείμενα είναι των μαθητών (μεταξύ αυτών και εμού ) του σεμιναρίου δημιουργικής γραφής του Δήμου Καλλιθέας. Μας δόθηκε ο τίτλος, «Το πηγάδι», μας δόθηκαν οι λέξεις, έως 600 και ιδού οι ιδέες μας, τα δείγματα γραφής μας, τα γεννήματά μας.

Το φως

Το φως, τίποτε άλλο, μόνο το φως κάπου ψηλά, απόμακρο και κρύο.

Του Νικήτα Δημητρόπουλου

 

Το φως, τίποτε άλλο, μόνο το φως κάπου ψηλά, απόμακρο και κρύο. Το διακρίνει αχνά καθώς ανοίγει με δυσκολία τα μάτια του. Τα ξανακλείνει ενώ προσπαθεί να συγκεντρωθεί αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το κεφάλι του είναι βαρύ, παίρνει βαθιές εισπνοές και αφήνει αργά τον αέρα να βγει από το στόμα. Το επαναλαμβάνει αρκετές φορές και αισθάνεται κάπως καλύτερα. Το βάρος έχει υποχωρήσει και μια υγρασία αρχίζει να τον διαπερνά. Τώρα μπορεί να ανοίξει τα μάτια περισσότερο και ο εγκέφαλος αρχίζει να ανταποκρίνεται στην κατάσταση που βιώνει και να επεξεργάζεται, έστω και αργά, το χώρο. Είναι μέσα σε νερό, σε κάποιου είδους τρύπα ή στόμιο. Το φως εκεί ψηλά ξαφνικά γίνεται πιο έντονο και καθαρό. Δεν μπορεί να καταλάβει από πού έρχεται αλλά τον βοηθάει να δει γύρω του τα κυκλικά πέτρινα τοιχώματα τα οποία είναι καλυμμένα από λειχήνες και βρύα. Συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται σε ένα πηγάδι, με το νερό να του καλύπτει το θώρακα. Τα πόδια ακουμπάνε στον πάτο, και καταλαβαίνει ότι τουλάχιστον δεν κινδυνεύει να πνιγεί. Βέβαια με τον έλεγχο της κατάστασης νοιώθει την υγρασία να τον περονιάζει και αυτό δημιουργεί μια δυσάρεστη αίσθηση καθώς αρχίζει να κρυώνει. Ξαφνικά το φως σβήνει. Απόλυτο σκοτάδι, μια μακάβρια σιωπή καλύπτει τα πάντα. Μπορεί να ακούσει την ανάσα του. Το φως ανοίγει πάλι. Τώρα τα μάτια έχουν προσαρμοστεί και στρέφει το πρόσωπο προς την οροφή. Το κρύο γίνεται πιο έντονο. Απλώνει τα χέρια του στον τοίχο, ψάχνει για τυχόν εσοχές που θα τον βοηθήσουν να σκαρφαλώσει προς τα πάνω. Μάταιος κόπος, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να του προσφέρει κάποια δυνατότητα διαφυγής. Προσπαθεί να μετρήσει το βάθος. Το φως του επιτρέπει να δει μέχρι το στόμιο και υπολογίζει πως είναι περίπου στα δεκαπέντε μέτρα μακριά. Ξαφνικά μια σκέψη περνάει από το μυαλό του. Μα βέβαια, να φωνάξει για βοήθεια. Οι αυξομειώσεις του φωτός δηλώνουν πως κάποιος βρίσκεται εκεί πάνω. Αν τον ακούσει θα φέρει βοήθεια ώστε να τον τραβήξει έξω. Φωνάζει με όλη του τη δύναμη, καμία απάντηση, μόνο το φως να πέφτει πάνω του. Ξαναφωνάζει, χωρίς απόκριση. Τώρα ουρλιάζει, χτυπά τα χέρια του στο νερό, κλαίει, φτύνει τις λέξεις περιμένοντας με αγωνία μία απάντηση που όμως δεν έρχεται. Κουρασμένος από την υπερπροσπάθεια σταματά. Ξανακάνει το παιχνίδι των εισπνοών – εκπνοών για να ηρεμήσει. Προσπαθεί τώρα να θυμηθεί πως βρέθηκε σε αυτή την κατάσταση. Στύβει το μυαλό του να ανακαλέσει εικόνες, μνήμες, κάποιο γεγονός που θα μπορούσε να δώσει κάποια απάντηση. Το φως σβήνει πάλι, το νερό όλο και κρυώνει, ήδη αρχίζει να μην νοιώθει τα κάτω άκρα του. Μαζί με το μούδιασμα του σώματος από την υγρασία κάνει την εμφάνιση του ο φόβος. Ο φόβος πως δεν υπάρχει η δυνατότητα διαφυγής και πως θα μείνει εκεί μέσα για πάντα. Κρυώνει όλο και πιο πολύ. Πλέον τα γεννητικά του όργανα και η κοιλιά έχουν μουδιάσει τελείως. Τα δόντια του αρχίζουν και χτυπάνε μεταξύ τους. Σκέφτεται να φωνάξει αλλά δεν βρίσκει καν τη δύναμη να αρθρώσει μια συλλαβή. Τα χέρια του είναι βυθισμένα μέσα στο νερό και η θερμοκρασία του σώματος όλο και χαμηλώνει. Τώρα είναι τρομοκρατημένος, ο φόβος έχει καταλάβει κάθε ίνα του κορμιού του, το απόλυτο σκοτάδι τον έχει καταπιεί, έχει κουραστεί. Τα πόδια λυγίζουν και το νερό τον καλύπτει ολόκληρο. Γονατιστός στον πάτο του πηγαδιού κλείνει τα μάτια του. Το φως ανοίγει ξανά. Το νερό στο πάτο του πηγαδιού είναι ακίνητο. Αν κάποιος κοιτάξει μέσα θα δει μόνο λειχήνες και βρύα.