Κάθοδος
Του Θανάση Κωστούλα
Και έπεφτα... έπεφτα… έπεφτα απαλά, αργά, μια γαλήνη είχε κυριεύσει όλο μου το σώμα! Σαν να σου βγαίνει η ψυχή! Άλλο τόσο τρομακτική είναι όμως η αίσθηση όταν είσαι στο κενό και δεν βλέπεις παρά μόνο το απόλυτο σκοτάδι, χωρίς να γνωρίζεις πώς και που θα προσγειωθείς. Τελικά θα έχει τέλος η πτώση; Είναι η μαύρη τρύπα που σε ρουφάει μέσα στη δίνη της σε μια ατέρμονη κάθοδο και εσύ αφήνεσαι, δε θέλεις να αντισταθείς Δεν θυμόμουν πολλά... Δεν ήθελα να θυμηθώ… Δεν θυμάμαι καν αν προσγειώθηκα κάπου ή αν ήμουν ακόμα μετέωρος… Ίσως, ηθελημένα ίσως το απολάμβανα; Το μόνο που αισθανόμουνα σε αυτό το απόλυτο κενό ήταν οι χτύποι της καρδιάς μου. Πόσο ενοχλητικό και αυτό! Ίσως ήθελα να χαθώ ακόμα πιο βαθιά μέσα στο στόμα του ερέβους, Ίσως να ήταν το μόνο που επιθυμούσα. Στο απόλυτο σκοτάδι δεν βλέπεις! Πόσες φορές δεν έχουμε αποζητήσει το σκοτάδι γιατί ξέρει να εξαλείφει με τρόπο μαγικό την κάθε είδους ασχήμια! Εφόσον βέβαια δεν το φοβάσαι! Γιατί άλλωστε να βλέπουμε όταν αυτό που αντικρίζεις είναι πιο αποκρουστικό και απ’το ίδιο το σκοτάδι! Μήπως όμως και φοβάσαι και να συμμαχήσεις μαζί του; να παραδωθείς άνευ όρων στην ζοφερή αγκαλιά του; Το μέρος που βρισκόμουν έμοιαζε σαν να άκουγε και τις πιο μύχιες σκέψεις μου. Θαρρείς πως ήταν σαν μια ζωντανή οντότητα που μου απορροφούσε όλη την ενέργεια. Έτσι αποκαμωμένος καθώς ήμουν, στεκόμουν ανήμπορος να κάνω οτιδήποτε, μήπως αλήθεια ήθελα να κάνω κάτι; Ένιωθα το απόλυτο τίποτα. “Είναι κανείς εδώ;” ετοιμαζόμουν να φωνάξω! Αλλά ποιός ο λόγος να το κάνω; Αυτό το μέρος πριν καν αρθρώσω κάποιο φθόγγο τον έπνιγε , φώναζα αλλά δεν άκουγα την φωνή μου, ήταν άηχη, ένας βουβός σπαραγμός, το σημείο μηδέν. Ήξερα πολύ καλά που βρισκόμουν………. Κατά ένα παράξενο λόγο, δεν ένιωθα φόβο για το μέρος που βρισκόμουν, ο φόβος πήγαζε από αλλού. Ή έτσι τουλάχιστον νόμιζα! Ο φόβος εξαπέλυε το σκοτάδι ή το σκοτάδι γεννούσε τον φόβο; Ή ο φόβος γεννάει φόβο; Πόσο άψογα ενορχηστρωμένη σκευωρία; Ένιωσα ένα σφίξιμο στο στομάχι! Μέσα σε αυτή την απόλυτη σιγή, το μυαλό μου άρχισε να βγαίνει από την αδράνειά του! Απόδειξη ότι δεν είχα πεθάνει ακόμα, και οι σκέψεις μου έρχονταν η μία μετά την άλλη! «Πως βρέθηκα εγώ εδώ στο πουθενά; Αλλού πήγαινα και αλλού έφτασα! Όλοι πασχίζουμε να φτάσουμε κάπου! Αλλά πού όμως; Πολλά συναισθήματα άρχισαν να βγαίνουν στη επιφάνεια, φόβος, απόγνωση, απογοήτευση, παραίτηση! Όλα μαζί σαν μία μπάντα που παίζει ξεκούρδιστη και ο θόρυβός της σου τριβελίζει το μυαλό! Είσαι εσύ αντιμέτωπος με το μεγαλύτερο φόβο σου, τον ίδιο σου τον εαυτό! Μαζί του θα πρέπει να καταδυθείς στα άδυτα πρώτα για να μπορέσεις να αναδυθείς μετά! Δεν σου μένει παρά η θέληση να παλέψεις για την επιβίωσή σου! Έτσι θα αποδείξεις ότι εκτιμάς τη ζωή σου! Δες αυτή τη δοκιμασία σαν μια ευκαιρία για να κάνεις μια νέα αρχή, πιό συνειδητοποιημένος αυτή τη φορά για το ποιό μονοπάτι θα ακολουθήσεις». Μέσα σ’αυτό το παραλήρημα ξαφνικά μια αμυδρή ελπίδα έλαμψε και έδωσε ένα ισχνό φως στο κατασκότεινο και παγωμένο εκείνο μέρος που βρισκόμουν! Κοιτώντας καλύτερα διέκρινα ότι αρκετά ψηλά πάνω από εμένα, υπήρχε ένα άνοιγμα τόσο ίσα που να περνάνε μερικές ηλιαχτίδες από έναν άλλο φωτεινό κόσμο! Τέντωσα το χέρι μου να το φτάσω αλλά μάταια, ήταν πολύ ψηλά. Τότε συνειδητοποίησα ότι δεν βρισκόμουν κάπου αλλού παρά στον πάτο ενός πηγαδιού! Αναθάρρησα! Ξαφνικά ένιωσα μία απροσδιόριστη δύναμη να αναβλύζει από μέσα μου, που με παρακινούσε να ανέβω προς το άνοιγμα! Με μιάς όλες οι φοβίες μου που σαν βαρύδια με κράταγαν δέσμιο σε εκείνο το απόκοσμο μέρος, έγιναν ένας σβώλος από γκρίζα σκόνη και τσαφ! Διαλύθηκε! Ένιωσα ελαφρύς σαν πούπουλο! Τότε σηκώθηκα όρθιος, στήλωσα τα πόδια και με περίσσιο κουράγιο άρχισα να σκαρφαλώνω προς την κορυφή του πηγαδιού! Αγνοώντας τις όποιες δυσκολίες κατά την άνοδο! Όσο ανέβαινα άκουγα μία φωνή να μου λέει: «Μην τα παρατάς θα τα καταφέρεις!» Και εγώ απαντούσα: «Μα πως κατάφερα να βρεθώ εγώ σε αυτό το μέρος; Εγώ που στη ζωή μου είχα ότι επιθυμούσα!» Ένιωθα κυρίαρχος του κόσμου! Πλέον δε με σταματούσε τίποτα! Επιτέλους η μεγάλη στιγμή ήρθε! Άγγιξα το καταφώτεινο άνοιγμα με αδημονία και πέρασα με ορμή το κεφάλι μου απ’ έξω! Αντικρίζοντας το φως ξανά ένιωσα μία πρωτόγνωρη ανακούφιση βγάζοντας έναν βαθύ αναστεναγμό! Χρειάζεται προσοχή όμως γιατί και το έντονο φως μπορεί να τυφλώσει!!