Η ανάμνηση του παιδιού μου
Του Γιάννη
Όλα αναδύονται από κείνο το πρώτο χτύπο στο ατέρμονο παιχνίδι των καρδιακών παλμών, βαθειά στο στέρνο των αναστεναγμών σου.
Έπειτα είναι ο αδιόρατος φόβος αυτόν που γρήγορα έδιωξες όταν με κάλεσες με τη μουσική φωνή σου, που αργότερα θα με κανάκευε κοιμήσου αγγελούδι μου, και μου είπες άπλωσε τα χέρια σου κι εγώ άπλωσα τα χέρια μου σε όλη τους την έκταση, είχες δίκιο γιατί τότε άγγιξα στα υγρά τοιχώματα του κόσμου μας το ένστικτο και την περιέργεια, περιέργεια για μιαν απόδραση από κείνο το υγρό, σκοτεινό και μοναχικό κοχύλι όπου έχω περιπέσει, πλούσιο σε σκέψεις και φαντασίες που με ενθαρρύνουν να τεντωθώ, να πεταχτώ πάνω ψηλά στο διαφορετικό, σε εκείνο το φως που αισθάνομαι να πλανιέται, ένα φωτοστέφανο που με κατακλύζει με άπειρες κι ανερμήνευτες εικόνες και με καλεί έξω από την ερημιά μου, ταυτόχρονα όμως αναστέλλει την απόδρασή μου θυμίζοντάς μου ένα ξεχασμένο καθήκον που οφείλω να πραγματώσω. Τρέμω στην ιδέα μάνα πως αν τελικά κατάφερνα να σκαρφαλώσω και να βγω στο φως πόσα άσχημα πράγματα θα ζήσω, ήδη ακούω τον βρυχηθμό κάποιου άγνωστου αρπακτικού, μα πάλι όταν το φως εκείνο με την σκέψη μου αγγίζω αυξάνοντας τους ατέρμονες καρδιακούς παλμούς, ένα κλαδί της αμυγδαλιάς μας ανθισμένο ραντίζει το άρωμά του αγιάζοντας την ύπαρξή μου με μηνύματα και αναμνήσεις, όπως την ανάμνηση ενός άντρα που με σκέφτεται, κι αναλογίζομαι το άλγος εκείνου του άλλου που άδικα τον πέταξε αυτός της Βέρμαχτ στον πάτο ενός πηγαδιού, κι εκείνος το θεώρησε ευκαιρία να γίνει καλύτερος, γιατί μάνα; γιατί τότε μέσα στα σκοτάδια που τον έριξαν, συνειδητοποίησε πόσο όμορφο ήτανε το φως, εκείνη η φωτερή κουλούρα πάνω από το κεφάλι του, να ανακαλύψει τα χρώματα τα πρωτογενή που το αποτελούν και σε συναρπάζουν, τόσο που να μην νιώθεις τον πόνο της μοναξιάς, και να δίνουν όλα αξία στην ύπαρξή σου, την μηδενική έστω γι’ αυτούς μα ακόμη σημαντική για το σύμπαν, κι εκείνος μάνα που σε λίγο θα αποχαιρετούσε λυτρωμένος τούτο τον απάνθρωπο κόσμο για πάντα, συνέχιζε μέχρι και την τελευταία του στιγμή και κατάπινε τις λέξεις όσο του μιλούσε η Αμάλθεια από το πηγαδόστομα, λαίμαργα όπως το μητρικό γάλα, κι ήξερε καθώς πνιγόταν από κείνη την καταρρακτώδη βροχή, πρωτοφανή πλημμύρα στα χρονικά, για την γυναίκα του πατέρα μου μάνα, πόσο όμορφη Εβραία είσαι.
Δεν θέλω μήτε να βγω, μήτε να αντικρύσω το απατηλό φως, κι αν βγω καλύτερα να μη βλέπω, να μην ακούω, να αναρριχηθώ άλαλος μάρτυρας, τι να την κάνω την μιλιά, όταν με σκοτώνουν καθημερινά κι απόλυτα τεκμηριωμένα κάτω από τα τζιτζίκια της μουριάς, στα πέτρινα νταμάρια, στα ογδόντα πέντε χιλιάδες πηγάδια, στους φουρτουνιασμένους ωκεανούς, στα γυμνά λιοτρίβια, στις παγωμένες ερημιές.
Εξεγείρεσαι μου λες κατάπληκτη με τις ανίερες και βλάσφημες σκέψεις μου, πως γίνεται πρόσωπο δίχως μάτια στόμα κι αυτιά; πείτε μου!
Έτσι άκουσα την θυμωμένη φωνή σου, κι είπα αχ μην το παλεύεις άλλο, μην προσπαθείς να δώσεις διέξοδο στο αδιέξοδο κι άφησα τα πράγματα όπως ήμουν καλά φιλιωμένος με τη ζέση της μητρικής σκέψης, να πάρουν τον δρόμο τους αποδεχόμενος την άσφαλτη κληρονομιά της φυγόκεντρης μνήμης, και καθώς η ελπίδα που όλο και πλησίαζε από το βάθος ενός ατελείωτου καταπράσινου λιβαδιού με τραβούσε με το πυρωμένο μάτι της έξω από το σκοτεινό και μουσκεμένο μονοπάτι με τα σαπισμένα φύλλα, μυστηριωδώς πως αναγνώρισα τα ηχητικά μηνύματα της μητρικής μου γλώσσας και κατάλαβα μάνα με μιας το νόημά τους: τι λες αγάπη μου, να είναι άραγε κορίτσι ή μήπως αγόρι;